αἰψηροκέλευθος

From LSJ
Revision as of 13:10, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

πάντα χωρεῖ καὶ οὐδὲν μένει καὶ δὶς ἐς τὸν αὐτὸν ποταμὸν οὐκ ἂν ἐμβαίης → all things move and nothing remains still, and you cannot step twice into the same stream

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰψηροκέλευθος Medium diacritics: αἰψηροκέλευθος Low diacritics: αιψηροκέλευθος Capitals: ΑΙΨΗΡΟΚΕΛΕΥΘΟΣ
Transliteration A: aipsērokéleuthos Transliteration B: aipsērokeleuthos Transliteration C: aipsirokelefthos Beta Code: ai)yhroke/leuqos

English (LSJ)

ον, swift-speeding, epithet of Boreas, Hes. Th.379, Poet. ap. Apollod.3.4.4.

Spanish (DGE)

-ον
de rápido paso, de veloz andadura de Bóreas, Hes.Th.379, de Bóreas, uno de los perros de Acteón Epic.Alex.Adesp.1.9.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la marche rapide.
Étymologie: αἰψηρός, κέλευθος.

German (Pape)

schnell wandelnd, Boreas, Hes. Th. 379.

Russian (Dvoretsky)

αἰψηροκέλευθος: быстрый, стремительный (Βορέης Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

αἰψηροκέλευθος: -ον, ὁ ταχέως, ὁρμητικῶς κινούμενος, ἐπίθ. τοῦ Βορέου, Ἡσ. Θ. 379.

Greek Monolingual

αἰψηροκέλευθος, -ον (Α)
αυτός που κινείται βίαια, γρήγορα, ο ορμητικός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰψηρός + κέλευθος.

Greek Monotonic

αἰψηροκέλευθος: -ον, αυτός που κινείται αστραπιαία, ορμητικά, λέγεται για τον Βορέα, δηλ. την προσωποποίηση του βορείου ανέμου, σε Ησίοδ.

Middle Liddell


swift-speeding, of Boreas, Hes.