εὐάμπελος

From LSJ
Revision as of 13:15, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐάμπελος Medium diacritics: εὐάμπελος Low diacritics: ευάμπελος Capitals: ΕΥΑΜΠΕΛΟΣ
Transliteration A: euámpelos Transliteration B: euampelos Transliteration C: evampelos Beta Code: eu)a/mpelos

English (LSJ)

ον, with fine vines, E.Fr.530.3, Str.3.3.1, al.: epithet of Dionysus, AP9.524.6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux belles vignes.
Étymologie: εὖ, ἄμπελος.

German (Pape)

mit schönen Weinstöcken, Strab. III p. 152 und öfter. Beiwort des Dionysos (IX.524.6).

Russian (Dvoretsky)

εὐάμπελος: увитый прекрасными виноградными гроздьями (эпитет Диониса) Anth.

Greek (Liddell-Scott)

εὐάμπελος: -ον, ἔχων ὡραίας ἀμπέλους, Στράβ. 152, 247, 269: - ἐπίθ. τοῦ Διονύσου, Ἀνθ. Π. 9. 524.

Greek Monolingual

εὐάμπελος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει ωραία αμπέλια («Σαλαμῑνα τὴν εὐάμπελον», Στράβ.)
2. αυτός που είναι κατάλληλος για ωραία αμπέλια
3. επίθ. του Διονύσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + άμπελος].

Greek Monotonic

εὐάμπελος: -ον, αυτός που έχει ωραία αμπέλια, σε Ανθ.

Middle Liddell

εὐ-άμπελος, ον
with fine vines, Anth.

English (Woodhouse)

rich in vines

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)