κορυβαντικός
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
English (LSJ)
ή, όν, Corybantic, σκιρτήματα Plu. 2.759b, cf. Porph. Abst. 2.21; οἱ τὰ Κ. τελούμενοι DH. Dem. 22.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de Corybante.
Étymologie: Κορύβαντες.
Greek Monolingual
κορυβαντικός, -ή, -όν (Α) Κορύβας
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Κορύβαντες («κορυβαντικὰ ἱερά», Σχόλ. Αριστοφ.).
επίρρ...
κορυβαντικῶς
κατά τον τρόπο τών Κορυβάντων.
Russian (Dvoretsky)
κορῠβαντικός: корибантский (σκιρτήματα Plut.).