μελαινάς
From LSJ
πολλὰς ἂν εὕροις μηχανάς· γυνὴ γὰρ εἶ → you will find many ruses: you are a woman
English (LSJ)
άδος, ἡ, a blackish fish, Cratin.161.
German (Pape)
[Seite 118] άδος, ἡ, ein Fisch, Cratin. bei Ath. VII, 303 d.
French (Bailly abrégé)
άδος (ἡ) :
sorte de poisson.
Étymologie: μέλας.
Greek (Liddell-Scott)
μελαινάς: -άδος, ἡ, μελανωπός τις ἰχθύς, Κρατῖν. ἐν «Πλούτοις» Meineke.
Greek Monolingual
μελαινάς, -άδος, ἡ (Α)
είδος μελανωπού ψαριού, αλλ. θυννίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μελαιν- του μέλαινα + κατάλ. –άς].