μηδοκτόνος
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
ον, Mede-slaying, APl. 4.62.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui tue des Mèdes.
Étymologie: Μῆδος, κτείνω.
Greek Monolingual
μηδοκτόνος, -ον (Α)
αυτός που φονεύει Μήδους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Μῆδος + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. μητροκτόνος.