τριηροποιός
From LSJ
ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
English (LSJ)
όν, building triremes, ib.12.93.4, 97.20, al., Arist.Ath.46.1; but τῶν τριηροποι<ικ>ῶν ταμίας is prob. cj. in D.22.17.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
commissaire pour la construction des trières.
Étymologie: τριήρης, ποιέω.
German (Pape)
dreiruderige Schiffe machend, bauend, Dem. 22.17.
Russian (Dvoretsky)
τριηροποιός: ὁ строитель триер(ы) Dem.
Greek (Liddell-Scott)
τριηροποιός: -όν, ὁ ναυπηγῶν τριήρεις, ναυπηγός, ὁ τῶν τριηροποιῶν ταμίας Δημ. 598. 23, Πολυδ. Α΄, 84.
Greek Monolingual
-όν, Α
αυτός που ναυπηγεί τριήρεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριήρης + -ποιός].
Greek Monotonic
τριηροποιός: -όν (ποιέω), αυτός που ναυπηγεί τριήρεις, σε Δημ.
Middle Liddell
τριηρο-ποιός, όν ποιέω
building triremes, Dem.