ἀγαπητικός
ἆρ' ἐς τὸ κάλλος ἐκκεκώφηται ξίφη → can it be that her beauty has blunted their swords, can it be that their swords are blunted at the sight of her beauty
English (LSJ)
ή, όν, affectionate, tender, loving, fond, relating to charity, relating to love, Plu.Sol.7; περὶ τὰ τέκνα M.Ant.1.13, etc. Adv. ἀγαπητικῶς = affectionately, lovingly, charitably Ph.2.216, Sch.E.Ph.309.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 afectuoso, cariñoso τι ἀγαπητικόν Plu.Sol.7, ἀγαπητικὴ ὡς μήτηρ Clem.Al.Paed.1.6.42, τὸ ἀγαπητικὸν περὶ τὰ τέκνα M.Ant.1.13
•amoroso, caritativo διδασκαλία Clem.Al.Strom.4.18.113, σβέσαι τὴν διάθεσιν τὴν ἀγαπητικήν eliminar la disposición a la caridad Didym.Gen.44.18, αἱ ἀγαπητικαὶ τῶν ῥημάτων ἐμφάσεις Gr.Nyss.Hom. in Cant.31.3, σχέσις Gr.Nyss.Hom. in Cant.21.18.
2 adv. ἀγαπητικῶς = cariñosamente, afectuosamente Ph.2.216, Sch.E.Ph.308
•amorosamente, caritativamente τὸν καθηγούμενον ἀ. ἀρίστου βίου Clem.Al.Paed.1.3.9, ἡ θεία ζωή ... ἀ. πρὸς τὸ καλὸν ἐκ φύσεως ἔχει Gr.Nyss.M.46.97A.
German (Pape)
[Seite 9] Plut. Sol. 7 ἡ ψυχὴ -κόν τι ἐν ἑαυτῇ ἔχει, etwas zur Liebe Geneigtes, u. so Sp.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
affectueux.
Étymologie: ἀγαπητός.
Russian (Dvoretsky)
ἀγᾰπητικός: склонный к любви, любящий; ἀγαπητικόν τι Plut. некая потребность любить.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγαπητικός: -ή, -όν, φιλόστοργος, ἡ ψυχὴ ἀγ. τί ἐν ἑαυτῇ ἔχει, Πλούτ. Σολ. 7, Κλήμ. Ἀλεξ. 123, κτλ. ἐπίρρ. -κῶς, ὁ αὐτ. 102, κτλ.
Greek Monotonic
ἀγαπητικός: -ή, -όν (ἀγαπάω), φιλόστοργος, γλυκός, τρυφερός, σε Πλούτ.
Middle Liddell
ἀγαπάω
affectionate, Plut.