ἀνεμοσκεπής

From LSJ
Revision as of 15:25, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεμοσκεπής Medium diacritics: ἀνεμοσκεπής Low diacritics: ανεμοσκεπής Capitals: ΑΝΕΜΟΣΚΕΠΗΣ
Transliteration A: anemoskepḗs Transliteration B: anemoskepēs Transliteration C: anemoskepis Beta Code: a)nemoskeph/s

English (LSJ)

ές, sheltering one from the wind, χλαῖναι Il.16.224.

Spanish (DGE)

-ές
• Prosodia: [ᾰ-]
que protege contra el viento χλαῖναι Il.16.224.

German (Pape)

[Seite 223] ές, vor dem Winde schützend, windabwehrend, Il. 16, 224.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui abrite contre le vent.
Étymologie: ἄνεμος, σκέπος.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεμοσκεπής: защищающий от ветра (χλαῖνα Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεμοσκεπής: -ές, ὁ σκεπάζων τινὰ ἀπὸ τοῦ ἀνέμου, ὁ προφυλάττων, χλαῖναι Ἰλ. Π. 224.

English (Autenrieth)

ές (σκέπας): sheltering from the wind, Il. 16.224†.

Greek Monolingual

ἀνεμοσκεπής, -ές (Α)
αυτός που σκεπάζει και προφυλάσσει από τον άνεμο («ἀνεμοσκεπεῖς χλαῑναι» (Ομ.).

Greek Monotonic

ἀνεμοσκεπής: -ές (σκέπη), αυτός που προφυλάσσει από τον άνεμο, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

σκέπη
sheltering from the wind, Il.