διαπρεπῶς
From LSJ
ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖν → whatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters
French (Bailly abrégé)
adv.
avec distinction, avec éclat.
Étymologie: διαπρεπής.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαπρεπῶς adv. van διαπρεπής.
Russian (Dvoretsky)
διαπρεπῶς: превосходно, великолепно, отменно (χρυσῷ δ. ἠσκημένα ὅπλα Plut.).