Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τυμπανοτρίβης

From LSJ
Revision as of 16:15, 2 March 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Full diacritics=τυμπᾰν" to "Full diacritics=τῠμπᾰν")

Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr

Menander, Monostichoi, 556
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῠμπᾰνοτρίβης Medium diacritics: τυμπανοτρίβης Low diacritics: τυμπανοτρίβης Capitals: ΤΥΜΠΑΝΟΤΡΙΒΗΣ
Transliteration A: tympanotríbēs Transliteration B: tympanotribēs Transliteration C: tympanotrivis Beta Code: tumpanotri/bhs

English (LSJ)

[ῐ], ου, ὁ, drummer, esp. used of the Galli in the worship of Cybele, in Lat. form tympanotriba, Plaut.Truc.611.

Greek (Liddell-Scott)

τυμπανοτρίβης: [ῐ], -ου, ὁ, ὁ τὸ τύμπανον κρούων, τυμπανοκρούστης, ἰδίως δὲ λέγεται ἐπὶ τῶν Κορυβάντων κατὰ τὴν λατρείαν τῆς Κυβέλης, tympanotriba παρὰ Πλαύτῳ Truc. 2. 7, 49 μετὰ σημασίας ὀνειδιστικῆς, τρυφηλός, θηλυδριώδης, ἐκτεθηλυμμένος (περὶ τῶν ἱερέων τῆς Κυβέλης).

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. αυτός που κρούει το τύμπανο, τυμπανοκρούστης
2. μτφ. (για τους ευνούχους ιερείς της Κυβέλης) θηλυπρεπής, κίναιδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμπανον + -τρίβης (< τρίβω), πρβλ. φαρμακο-τρίβης].

German (Pape)

ὁ, Paukenschläger, übertragen, ein unmännlicher, weibischer Mensch, wie die entmannten paukenschlagenden Priester der Cybele.