ευκοίλιος
From LSJ
Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
Greek Monolingual
-α, -ο (ΑΜ εὐκοίλιος, -ον)
αυτός που διευκολύνει την κένωση της κοιλιάς, ο ενεργητικός, ο εκκενωτικός, ο υπακτικός (α. «ευκοίλια φάρμακα» β. «τι δυσκοίλιον ἤ εὐκοίλιον», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. αυτός που έχει την κοιλιά εύκολη στις κενώσεις, ο εύκολος στις κενώσεις
2. αυτός που πάσχει από ευκοιλιότητα
3. (για τροφές) αυτός που χωνεύεται εύκολα και εξέρχεται από τη φυσική οδό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κοίλιος (< κοιλία), πρβλ. δυσκοίλιος].