ψιλόπλευρον

From LSJ
Revision as of 07:00, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψῑλόπλευρον Medium diacritics: ψιλόπλευρον Low diacritics: ψιλόπλευρον Capitals: ΨΙΛΟΠΛΕΥΡΟΝ
Transliteration A: psilópleuron Transliteration B: psilopleuron Transliteration C: psiloplevron Beta Code: yilo/pleuron

English (LSJ)

τό, = armus, ofella, ofla, Gloss.

Greek Monolingual

τὸ, πληθ. και ψιλήπλευρα, ΜΑ
1. άρθρωση
2. ώμος
3. πλευρά αλόγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. αμάρτυρου επιθ. ψιλόπλευρος < ψιλός + -πλευρος (< πλευρόν), πρβλ. πλατύπλευρον].