σαρκείλημα
From LSJ
Greek Monolingual
και σαρκόλεμμα, το, Ν
ανατ. διαφανές υμενώδες σωληνώδες έλυτρο που περιβάλλει εξωτερικά καθεμιά γραμμωτή μυϊκή ίνα, αλλ. μυόλειμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σαρκείλημα < σάρξ, -κός + είλημα «κάλυμμα, σκέπασμα» (< είλω / ειλώ «στρίβω, τυλίγω», πρβλ. μυείλημα) και μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα. Ο τ. σαρκόλεμμα είναι αντιδάνειος, πρβλ. αγγλ. sarcolemma (< σάρξ, σαρκός + λέμμα «φλοιός»)].