μυριόφυλος

From LSJ
Revision as of 10:29, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῡρῐόφῡλος Medium diacritics: μυριόφυλος Low diacritics: μυριόφυλος Capitals: ΜΥΡΙΟΦΥΛΟΣ
Transliteration A: myrióphylos Transliteration B: myriophylos Transliteration C: myriofylos Beta Code: murio/fulos

English (LSJ)

ον, of ten thousand kinds, Opp.H.1.626.

German (Pape)

[Seite 220] mit zehntausend, unzähligen Stämmen, Geschlechtern, Arten, Opp. Hal. 1, 626.

Greek (Liddell-Scott)

μῡριόφῡλος: -ον, ὁ διαιρούμενος εἰς ἀναρίθμητα φῦλα, Ὀππ. Ἁλ. 1. 626.

Greek Monolingual

μυριόφυλος, -ον (Α)
αυτός που περιέχει αναρίθμητα φύλα, που διαιρείται σε αναρίθμητες φυλές, σε άπειρα γένη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + -φυλος (< φυλή), πρβλ. ετερόφυλος].