πολυβόητος
From LSJ
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
English (LSJ)
ον, much-talked-of, gloss on παλαίφατος, Sch.A.Supp.532; much-sounding, gloss on πολυάχητος, Sch. E.Alc.918.
German (Pape)
[Seite 660] viel gerufen, sehr berühmt, Schol. Aesch. Suppl. 535.
Greek (Liddell-Scott)
πολυβόητος: -ον, ὁ περὶ οὗ πολὺν λόγος ἐγένετο, περιβόητος, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 532· ὁ πολὺ ἠχῶν, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἀλκ. 918.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για πρόσ.)
1. αυτός που προκαλεί γύρω από τον εαυτό του πολύ θόρυβο, περιβόητος
2. πολύ ηχηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + βοητός (< βοῶ), πρβλ. περιβόητος].