πολυπευθής

From LSJ
Revision as of 11:20, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυπευθής Medium diacritics: πολυπευθής Low diacritics: πολυπευθής Capitals: ΠΟΛΥΠΕΥΘΗΣ
Transliteration A: polypeuthḗs Transliteration B: polypeuthēs Transliteration C: polypefthis Beta Code: polupeuqh/s

English (LSJ)

ές, much-inquiring, ἑβδόμη a day on which many persons consult the oracle, Plu.2.292f.

German (Pape)

[Seite 668] ές, viel fragend, bei Plut. quest. gr. 9 ἡμέρα, ein Tag, an dem viel gefragt wird.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
où l'oracle est fort interrogé.
Étymologie: πολύς, πυνθάνομαι.

Russian (Dvoretsky)

πολυπευθής: ознаменованный многими вопросами: ἡμέρα π. Plut. день многочисленных обращений к оракулу.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠπευθής: -ές, ὁ πολλὰ ἐρωτῶν, ἐρευνῶν ἡμέρα π.· καθ’ ἣν πολλοὶ συμβουλεύονται τὸ μαντεῖον, Πλούτ. 2. 292Ε.

Greek Monolingual

-ές, Α
φρ. «ἑβδόμη πολυπευθής» — η μέρα κατά την οποία πολλοί ζητούσαν προβλέψεις για το μέλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + πευθής (< πεύθω «πληροφορούμαι»), πρβλ. νεοπευθής].