φανερομισής

From LSJ
Revision as of 12:00, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φᾰνερομῑσής Medium diacritics: φανερομισής Low diacritics: φανερομισής Capitals: ΦΑΝΕΡΟΜΙΣΗΣ
Transliteration A: phaneromisḗs Transliteration B: phaneromisēs Transliteration C: faneromisis Beta Code: faneromish/s

English (LSJ)

ές (v.l. φᾰνερό-μῑσος, ον), openly hating, opp. φανερόφιλος, Arist.EN1124b26.

Greek Monolingual

-ές,και φανερόμισος, -ον, Α
αυτός του οποίου το μίσος για κάποιον ή για κάτι είναι έκδηλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φανερός + -μισής / -μισος (< μῖσος), πρβλ. θεομισής].