υγροδίαιτος
From LSJ
Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft
-ον, Μ
αυτός που ζει μέσα στο νερό, υδρόβιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -δίαιτος (<δίαιτα), πρβλ. αβροδίαιτος].