υγροδίαιτος

From LSJ

γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετροςregion more fitting to beasts than men

Source

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που ζει μέσα στο νερό, υδρόβιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -δίαιτος (<δίαιτα), πρβλ. αβροδίαιτος].