εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες, ἕπεσθε → good, good, hounds; after her, hounds
-ον, Μαυτός που ζει μέσα στο νερό, υδρόβιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -δίαιτος (<δίαιτα), πρβλ. αβροδίαιτος].