υγροδίαιτος

From LSJ

εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες, ἕπεσθε → good, good, hounds; after her, hounds

Source

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που ζει μέσα στο νερό, υδρόβιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -δίαιτος (<δίαιτα), πρβλ. αβροδίαιτος].