κρεαγρίς
From LSJ
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
English (LSJ)
ίδος, ἡ, = κρεάγρα, AP6.306 (Aristo).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρεαγρίς -ίδος, ἡ [κρεάγρα] vleeshaak.
German (Pape)
ίδος, ἡ, dim. zu κρεάγρα, Aristo 1 (VI.306).
Russian (Dvoretsky)
κρεαγρίς: ίδος ἡ вилка Anth.
Greek Monolingual
κρεαγρίς, -ίδος, ἡ (Α)
κρεάγρα.
Greek Monotonic
κρεαγρίς: -ίδος, ἡ = κρεάγρα, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
κρεαγρίς: -ίδος, ἡ, = κρεάγρα, ὑποκορ. μόνον κατὰ τύπον, Ἀνθ. Π. 6. 306.