ποδοκτυπώ

From LSJ
Revision as of 14:55, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\]" to "πρβλ. $2$4]")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν, οὐ γυναῖκ' ἔτι → a poor man getting rich turns his wife into his boss, not his wife any more

Source

Greek Monolingual

-άω / ποδοκτυπῶ -έω, ΝΜ, και ποδοχτυπώ Ν
νεοελλ.
(για υποζύγια) σηκώνω και χτυπώ έντονα τα μπροστινά πόδια στο έδαφος, ενώ είμαι σταματημένος
μσν.
(για χορευτή) χτυπώ δυνατά τα πόδια στο δάπεδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + -κτυπῶ (< -κτύπος < κτυπῶ), πρβλ. μυδροκτυπώ].