τύλων
From LSJ
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
English (LSJ)
ωνος, ὁ, A one with a callous hide, Gloss.
French (Bailly abrégé)
3gén. pl. de τύλος.
Greek (Liddell-Scott)
τύλων: -ωνος, ὁ, ὁ ἔχων δέρμα τυλῶδες, πλῆρες τύλων, Γλωσσ.
Greek Monolingual
-ωνος, ὁ, Α
αυτός που έχει δέρμα γεμάτο τύλους, γεμάτο κάλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύλη + κατάλ. -ων, -ωνος (πρβλ. γάστρων)].