ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws
ημικρό δωμάτιο, καμαρούλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμερα + υποκορ. κατάλ. -πούλα (πρβλ. ψαροπούλα)].