μακρόθι
From LSJ
ἰὼ, σκότος, ἐμὸν φάος, ἔρεβος ὦ φαεννότατον, ὡς ἐμοί, ἕλεσθ' ἕλεσθέ μ' οἰκήτορα → ah, darkness that is my light, gloom that is most bright for me, take me, take me to dwell in you
English (LSJ)
Adv. at a distance, Tz.H.8.137.
Greek (Liddell-Scott)
μακρόθι: Ἐπίρρ. (μακρὸς) μακράν, εἰς ἀπόστασιν, μακρόθι κεῖται Τζέτζ. Ἱστ. 8. 137.
Greek Monolingual
μακρόθι (Μ)
επίρρ. σε μεγάλη απόσταση, μακριά («μακρόθι κεῖται», Τζέτζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρός + επιρρμ. κατάλ. -θι (πρβλ. αλλαχόθι)].
German (Pape)
in der Ferne, weit, Sp.