μαινάδα
τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger
Greek Monolingual
η (AM μαινάς, Μ και μαινάδα)
στον πληθ. οι μαινάδες
ονομασία κατώτερων θεαινών που κατά τη μυθολογία ήταν συνοδοί του Διονύσου
νεοελλ.
1. γυναίκα κακιά και άσχημη, στρίγγλα
2. ζωολ. είδος καβουριού
μσν.-αρχ.
1. ως επίθ. μανιακή, τρελή
2. πόρνη
αρχ.
1. αυτή που διεγείρει μανιώδη έρωτα
2. προσωνυμία τών Ερινυών και της Κασσάνδρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαίνομαι + κατάλ. -άς (πρβλ. μονάς)].