ἀπλυσία
πάντων χρηµάτων µέτρον ἐστίν ἄνθρωπος, τῶν µέν ὄντων ὡς ἐστιν, τῶν δέ οὐκ ὄντων ὡς οὐκ ἔστιν → man is the measure of all things, of things which are, that they are, and of things which are not, that they are not (Protagoras fr.1)
English (LSJ)
(A), ἡ, (ἄπλυτος) filthiness, filth, AP7.377 (Eryc.).
(B), ἡ, a kind of sponge, so called because it cannot be cleaned, Arist.HA549a4, Plin.HN9.150, prob.l. in Thphr.HP4.6.10.
Spanish (DGE)
(ἀπλῠσία) -ας, ἡ
1 fig. porquería de poemas AP 7.377.4 (Eryc.).
2 cierta esponja Arist.HA 549a4, Plin.HN 9.150.
German (Pape)
[Seite 293] ἡ, Ungewaschenheit, Schmutz, μυσαρῶν ἐλέγων Eryc. 11 (VII, 377), von schmutzigem Inhalt; bei Theophr. = folg.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 saleté;
2 sorte d'éponge d'un jaune sale.
Étymologie: ἄπλυτος.
Russian (Dvoretsky)
ἀπλῠσία: ἡ неумытость, грязь (μυσαρῶν ἐλέγων Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπλῠσία: ἡ, (ἄπλυτος) ἀκαθαρσία, ῥυπαρία, «ἀπλυσιά», Ἀνθ. Π. 7. 377.
Greek Monolingual
η (AM ἀπλυσία)
το να μην είναι κάποιος ή κάτι πλυμένο, η ακαθαρσία.
Greek Monotonic
ἀπλῠσία: ἡ, βρομιά, ρυπαρότητα, ακαθαρσία, σε Ανθ.