πλουσιόχειρ

From LSJ
Revision as of 09:21, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λιμὴν πέφυκε πᾶσι παιδεία βροτοῖς → Omnibus doctrina portus est mortalibus → Ein Hafen ist die Bildung allen Sterblichen

Menander, Monostichoi, 312
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλουσιόχειρ Medium diacritics: πλουσιόχειρ Low diacritics: πλουσιόχειρ Capitals: ΠΛΟΥΣΙΟΧΕΙΡ
Transliteration A: plousiócheir Transliteration B: plousiocheir Transliteration C: plousiocheir Beta Code: plousio/xeir

English (LSJ)

χειρος, ὁ, ἡ, open-handed, Hsch. s.v. ὀμπνιόχειρ.

Greek (Liddell-Scott)

πλουσιόχειρ: χειρος, ὁ, ἡ, μεγαλόδωρος, «ἀνοικτοχέρης», Ἡσύχ. ἐν λ. ὀμπνιόχειρ.

Greek Monolingual

-ειρος, ὁ, ἡ, Α
1. γενναιόδωρος, πλουσιοπάροχος, ανοιχτοχέρης
2. (κατά τον Ησύχ.) «ὀμπνειόχειρ».
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλούσιος + -χειρ (< χείρ, χειρός), πρβλ. μονόχειρ, ομπνιόχειρ].