νεκροδόκος
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
νεκροδόκον, = νεκροδέγμων, receiving the dead, κλιντήρ AP7.634 (Antiphil.).
German (Pape)
[Seite 237] = νεκροδέγμων, κλιντήρ, Antiphil. 35 (VII, 634).
Russian (Dvoretsky)
νεκροδόκος: Anth. = νεκροδέγμων.
Greek (Liddell-Scott)
νεκροδόκος: -ον, = νεκροδέγμων, Ἀνθ. Π. 7. 634.
Greek Monolingual
νεκροδόκος, -ον (Α)
(για τον Άδη ή για νεκρική κλίνη) αυτός που δέχεται τους νεκρούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -δόκος (< δέχομαι), πρβλ. ιεροδόκος, μηλοδόκος.
Greek Monotonic
νεκροδόκος: -ον, = νεκροδέγμων, σε Ανθ.
Middle Liddell
νεκρο-δόκος, ον = νεκροδέγμων, Anth.]