θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
Full diacritics: κατασχόμενος | Medium diacritics: κατασχόμενος | Low diacritics: κατασχόμενος | Capitals: ΚΑΤΑΣΧΟΜΕΝΟΣ |
Transliteration A: kataschómenos | Transliteration B: kataschomenos | Transliteration C: kataschomenos | Beta Code: katasxo/menos |
aor. part. Med. used in pass. sense, v. κατέχω C.11.
κατασχόμενος: μετοχ. μέσ. ἀορ. ἐν χρήσει ἐπὶ παθ. σημασ., ἴδε κατέχω Γ. ΙΙ.
κατασχόμενος: μτχ. Μέσ. αορ. βʹ, με Παθ. σημασία, βλ. κατέχω Γ II.