γούνατα
From LSJ
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
English (LSJ)
γούνασι, Ep. γούνεσσι, etc., v. γόνυ.
Spanish (DGE)
-νασι, -νεσσι v. γόνυ.
French (Bailly abrégé)
pl. poét. de γόνυ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γούνατα, nom. en acc. plur., poët. en Ion., zie γόνυ.
Russian (Dvoretsky)
γούνατα: ион. pl. к γόνυ.
Greek (Liddell-Scott)
γούνατα: γούνασι, Ἐπ. γούνεσσι, κτλ., ἴδε ἐν λ. γόνυ.
English (Autenrieth)
see γόνυ.
Greek Monotonic
γούνατα: γούνασι, Επικ. γούνεσσι· Επικ. τύποι πληθ. του γόνυ.