δάρτης

From LSJ
Revision as of 09:46, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μηδέποτε πειρῶ δύο φίλων εἶναι κριτής → Ne recipe amicos inter arbitrium duos → Versuche nie, zu schlichten zweier Freunde Streit

Menander, Monostichoi, 343
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δάρτης Medium diacritics: δάρτης Low diacritics: δάρτης Capitals: ΔΑΡΤΗΣ
Transliteration A: dártēs Transliteration B: dartēs Transliteration C: dartis Beta Code: da/rths

English (LSJ)

δάρτου, δ, one who flogs, Glossaria.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ que azota Archil.129.4 (cj.), Gloss.2.151.

Greek Monolingual

ο (AM δάρτης) δέρω
αυτός που δέρνει ή μαστιγώνει
νεοελλ.
1. γεωργικό εργαλείο με το οποίο χτυπούν τον καρπό του καλαμποκιού για να αποσπάσουν τους σπόρους από τον ξυλώδη κώνο
2. όργανο με το οποίο αναταράσσεται το γάλα για αποβουτύρωση
3. βίαιος καρδιακός παλμός.