φιλοτεχνία

From LSJ
Revision as of 10:23, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοτεχνία Medium diacritics: φιλοτεχνία Low diacritics: φιλοτεχνία Capitals: ΦΙΛΟΤΕΧΝΙΑ
Transliteration A: philotechnía Transliteration B: philotechnia Transliteration C: filotechnia Beta Code: filotexni/a

English (LSJ)

ἡ,
A enthusiasm for art, Pl.Criti.109c, Poll.6.167; ἡ περὶ [τὴν μουσικὴν] φ. Phld.Mus.p.19 K.; craftsmanship, of sculptors, D.S.1.98; of the pyramid-builders, ib.64; ἡ περί τι φ. Arr.Epict.2.5.21; περὶ τὰς κόμας Str.10.3.8; ingenuity, artifice, φ. καὶ δόλῳ, of hunters, D.S. 3.37; in good sense, φ. ἡ περὶ τὸ ἱερόν IG22.1023, cf. Antyll. ap. Orib.6.10.7.
II of things, artistic or ingenious construction, D.S.2.8.

German (Pape)

[Seite 1287] ἡ, 1) Liebe zur Kunst, zu künstlichen Arbeiten, Uebung darin, Plat. Critia. 109 c. – 2) Kunst, Künstelei; – List, Verschlagenheit, καὶ δόλος D. Sic. 3, 37.

Russian (Dvoretsky)

φιλοτεχνία:
1 любовь к искусствам (φιλοσοφία φ. τε Plat.);
2 искусство, ловкость (φιλοτεχνίᾳ καὶ δόλῳ χειροῦσθαί τι Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

φῑλοτεχνία: ἡ, ἡ περὶ τὴν τέχνην ἀγάπη, σπουδὴ τῆς τέχνης, Πλάτ. Κριτί. 109C, Πολυδ. Ϛ’, 167· φ. περί τι Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 5, 21. ΙΙ. δεξιότης, εὐφυΐα περὶ τὴν τέχνην, Κτησίας παρὰ Διοδ. 2. 8, πρβλ. 64· φιλ. καὶ δόλῳ Διόδ. 3. 37.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ φιλότεχνος
η αγάπη για την τέχνη και, ιδίως, για τις καλές τέχνες
νεοελλ.
τεχνική επιμέλεια, φροντίδα για καλλιτεχνική τελειότητα
αρχ.
1. δεξιοτεχνία
2. τέχνασμα, πανουργία («φιλοτεχνίᾳ τε καὶ δόλῳ τὸ τῇ, βίᾳ δυσκαταγώνιστον ἐχειρώσαντο», Διόδ.).

English (Woodhouse)

refinement, love of art

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)