ἀλωπεκίας
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
English (LSJ)
-ου, ὁ,
A branded with a fox, Luc. Pisc.47.
II thresher shark, Lat. Squalus vulpes, Arist.Fr.310, Mnesim.4.49, Diph.Siph. ap. Ath.8.356c.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Prosodia: [ᾰ-]
1 fig. que lleva un zorro marcado a fuego e.d. astuto Luc.Pisc.47.
2 ict. pez zorro o guadaña, Alopecias vulpinus Bn., Arist.Fr.310, Mnesim.4.49, Diph.Siph. en Ath.356c.
German (Pape)
[Seite 113] ὁ, Luc. Pisc. 47, mit dem Zeichen des Fuchses gebrandmarkt. Bei Ath. VIII, 356 c eine Haifischart, vgl. VII, 294 d u. Opp. H. 1, 381. – Mnesim. com. Ath. IX, 403 (v. 49) stellt κίττης, πέρδικος, ἀλωπεκίου zusammen, also ein Vogel, s. ἀλώπηξ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 qui a la figure d'un renard;
2 renard de mer (squalus vulpes), poisson.
Étymologie: ἀλώπηξ.
Russian (Dvoretsky)
ἀλωπεκίας: ου ὁ
1 клейменный изображением лисы Luc.;
2 морская лиса (Alopecias или Squalus vulpes, разновидность акулы) Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλωπεκίας: -ου, ὁ, ὁ ἐστιγματισμένος διὰ σημείου ἀλώπεκος, Λουκ. Ἁλ. 47. ΙΙ. ἰχθὺς ἐκ τοῦ γένους τῶν γαλεῶν, Λατ. squalus vulpes, Ἀριστ. Ἀποσπ. 293, Μνησίμαχ. ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 49.
Greek Monolingual
ο (Α ἀλωπεκίας)
νεοελλ.
είδος ψαριού του γένους τών Γαλεών, ο αλωπίας ή αλεποκαρχαρίας
αρχ.
αυτός που έχει στιγματιστεί με το σημείο της αλεπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλωπεκ-, θ. της λ. ἀλώπηξ + παραγ. κατάλ. -ίας].
Greek Monotonic
ἀλωπεκίας: -ου, ὁ (ἀλώπηξ), αυτός που φέρει στίγματα αλεπούς, σε Λουκ.
Middle Liddell
[ἀλωπήξ]
branded with a fox, Luc.