ὑπονέω
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
English (LSJ)
swim under, Arist.HA631a18, Ael.NA9.35; τοῖς φρυγάνοις ib.5.23:—Med., ὑπονησαμένη having dived under, passed under, Hp.Oss.18, as restored from Gal.19.149, cf. Erot.
German (Pape)
[Seite 1227] (s. νέω), unter od. darunter schwimmen, Gegensatz μετεωρίζειν, Arist. H. A. 9, 48, untertauchen.
Russian (Dvoretsky)
ὑπονέω: уплывать вглубь, нырять (δελφῖνες ὑπονέοντες Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπονέω: ὑποκολυμβάω, ἐφάνησαν (δύο δελφῖνες) ὑπονέοντες καὶ μετεωρίζοντες τῷ νώτῳ (δελφινίσκον μικρὸν τεθνηκότα) Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 48, 3. - Μέσ., ὑπονησαμένη, ὑπελθοῦσα, Ἱππ. 279. 43, κατὰ διόρθωσιν ἐκ τοῦ Γαλην. Ἱπποκρ. Γλωσσ. Ἐξήγ. 584.
Greek Monolingual
Α
κολυμπώ κάτω από την επιφάνεια του νερού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + νέω (Ι) «πλέω, κολυμπώ»].
-άω, Α
διανοίγω χέρσα γη με άροτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < < ὑπ(ο)- + νεῶ (Ι) «καλλιεργώ τη γη»].