πρωτογεύστης

From LSJ
Revision as of 11:06, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρωτογεύστης Medium diacritics: πρωτογεύστης Low diacritics: πρωτογεύστης Capitals: ΠΡΩΤΟΓΕΥΣΤΗΣ
Transliteration A: prōtogeústēs Transliteration B: prōtogeustēs Transliteration C: protogeystis Beta Code: prwtogeu/sths

English (LSJ)

πρωτογεύστου, ὁ,
A first taster, ib.
II name of an Indian animal, Alex. Aphr.Pr.2.60.

German (Pape)

[Seite 805] ὁ, der Erstschmecker, ein sonst unbekanntes indisches Thier, Alex. Aphrod.

Greek (Liddell-Scott)

πρωτογεύστης: -ου, ὁ, ὁ πρῶτος γευόμενος, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. αυτός που πρώτος γεύεται κάτι
2. (στις Ινδίες) ονομασία ζώου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + γεύστης (< γεύομαι), πρβλ. οινογεύστης.