οινογεύστης

From LSJ

πρότερον χελώνη παραδραμεῖται δασύποδα → ere that, the tortoise shall outrun the hare | sooner will a tortoise outrun a rough-foot | sooner will a tortoise outrun a hare

Source

Greek Monolingual

ο (Α οἰνογεύστης)
νεοελλ.
ειδικός σωλήνας ο οποίος εμβαπτίζεται σε βαρέλια ή δεξαμενές οίνου για παραλαβή μικρής ποσότητας για δειγματοληψία
αρχ.
άτομο που δοκιμάζει με τη γεύση την ποιότητα του κρασιού, δοκιμαστής κρασιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + γεύστης (< γεύομαι), πρβλ. πρωτογεύστης.