διατόναιον

From LSJ
Revision as of 11:08, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διατόναιον Medium diacritics: διατόναιον Low diacritics: διατόναιον Capitals: ΔΙΑΤΟΝΑΙΟΝ
Transliteration A: diatónaion Transliteration B: diatonaion Transliteration C: diatonaion Beta Code: diato/naion

English (LSJ)

τό, joist, PPetr.2p.14 (iii B. C.); curtain-rod, Callix. 1:—so διατόνιον, curtain-hook or curtain-ring, LXX Ex.35.11.

Spanish (DGE)

-ου, τό
1 arq. viga, vigueta de madera σανίδας ἐπὶ διατοναίων ξυλίνων planchas sostenidas por viguetas de madera, ID 1417A.1.73 (II a.C.), cf. PPetr.2.4.11.6 (III a.C.), Hero Dioptr.34.
2 barra transversal de una tienda PCair.Zen.353.11 (III a.C.)
varilla de una cortina, Callix.1.39, cf. διατόνιον.

Greek (Liddell-Scott)

διατόναιον: τό, ῥάβδος ἐφ’ ἧς ἐκτείνεται ἡ ἄνω ἄκρα τοῦ παραπετάσματος, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 205F· οὕτω -τόνιον, Ἑβδ. (Ἐξόδ. λε΄, 11).

Greek Monolingual

διατόναιον, το (Α) διάτονος
1. δοκάρι
2. ράβδος, όπου στερεώνεται το πάνω μέρος παραπετάσματος («διατόναια δὲ τοξοειδῆ... ἐνετέτατο... ἐφ' ὧν αὐλαῖαι... ἐνεπετάννυντο» — είχαν στερεωθεί τοξοειδή κουρτινόξυλα από τα οποία κρέμονταν οι κουρτίνες»).