ἐπηρεαστικός

From LSJ
Revision as of 11:10, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

αὔριον ὔμμε‎ πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας‎ → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπηρεαστικός Medium diacritics: ἐπηρεαστικός Low diacritics: επηρεαστικός Capitals: ΕΠΗΡΕΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: epēreastikós Transliteration B: epēreastikos Transliteration C: epireastikos Beta Code: e)phreastiko/s

English (LSJ)

ἐπηρεαστική, ἐπηρεαστικόν, insolent, Com.Adesp.202, Alex. Aphr.in Metaph.308.13. Adv. ἐπηρεαστικῶς Gal.Anim.Pass.1.12,al.

German (Pape)

[Seite 921] zum Beeinträchtigen, Mißhandeln u. dgl. geneigt, Stob. ecl. phys. 1, 194.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπηρεαστικός: -ή, -όν, ὑβριστικός, Κωμ. Ἀνών. 357.- Ἐπίρρ. -κῶς, Γαλην. 1. 353, Βασίλ. ΙΙΙ. 616Β.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐπηρεαστικός, -ή, -όν) επηρεαστής
μσν.- νεοελλ.
ο κατάλληλος, ικανός να επηρεάζει
μσν.
(στον πληθ. ως ουσ.) οι ἐπηρεαστικοί
οι σχετικοί με την επιβολή φορολογίας
αρχ.
1. υβριστικός, ταπεινωτικός
2. δόλιος, προμελετημένος.