συγγυμναστής

From LSJ
Revision as of 11:12, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγγυμναστής Medium diacritics: συγγυμναστής Low diacritics: συγγυμναστής Capitals: ΣΥΓΓΥΜΝΑΣΤΗΣ
Transliteration A: syngymnastḗs Transliteration B: syngymnastēs Transliteration C: syggymnastis Beta Code: suggumnasth/s

English (LSJ)

συγγυμναστοῦ, ὁ, companion in bodily exercises, Pl.Sph.218b, Lg.830b, Charito 8.6, etc.; ἐν παλαίσματι X.Lac.9.4.

German (Pape)

[Seite 963] ὁ, der sich mit Uebende, der Mitturner; Plat. Soph. 218 b, καὶ ἡλικιώτης; vgl. Polit. 257 c; Xen. Lac. 9, 4; Sp., wie Charit. 8, 6.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
compagnon d'exercice.
Étymologie: συγγυμνάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγγυμναστής -οῦ, ὁ [συγγυμνάζω] sportmaatje, trainingspartner

Russian (Dvoretsky)

συγγυμναστής: οῦ ὀ товарищ по гимнастическим упражнениям Xen., Plat.

Greek (Liddell-Scott)

συγγυμναστής: -οῦ, ὁ, σύντροφος ἐν σωματικαῖς ἀσκήσεσι, Πλάτ. Σοφιστ. 218Β, Νόμ. 830Β, κτλ.· ἐν παλαίσματι Ξεν. Λακ. 9. 4.

Greek Monolingual

ὁ, Α συγγυμνάζω
σύντροφος σε σωματικές ασκήσεις («τὸν Σωκράτους μὲν ὁμώνυμον, ἐμὸν δὲ ἡλικιώτην καὶ συγγυμναστήν», Πλάτ.).

Greek Monotonic

συγγυμναστής: -οῦ, ὁ, σύντροφος στις σωματικές ασκήσεις, σε Πλάτ., Ξεν.

Middle Liddell

συγγυμναστής, οῦ, ὁ, [from συγγυμνάζω
a companion in bodily exercises, Plat., Xen.