ἐπιχρυσόω
From LSJ
περὶ οὐδὲν γὰρ οὕτως ὑπάρχει τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων βεβαιότης ὡς περὶ τὰς ἐνεργείας τὰς κατ' ἀρετήν → since none of man's functions possess the quality of permanence so fully as the activities in conformity with virtue
English (LSJ)
overlay with gold, Glossaria:—Pass., γρῦπες -κεχρυσωμένοι BCH35.260 (Delos, ii B.C.), cf. Edict. Diocl.Geronthr.9.22.
German (Pape)
[Seite 1005] mit Goldplatten belegen, vergolden, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιχρῡσόω: μεταβάλλω εἰς χρυσόν, ἐν τῷ Παθ., καὶ γὰρ ἡ τροφὴ ἡ διδομένη αὐτῷ διὰ τοῦ στόματος ἐπεχρυσοῦτο, περὶ τοῦ Μίδου, Εὐδοκία ἐν Ἰωνιᾷ 290 περὶ τὸ τέλος.