λοιδόρημα

From LSJ
Revision as of 11:14, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt beneTrotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht

Menander, Monostichoi, 163
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοιδόρημα Medium diacritics: λοιδόρημα Low diacritics: λοιδόρημα Capitals: ΛΟΙΔΟΡΗΜΑ
Transliteration A: loidórēma Transliteration B: loidorēma Transliteration C: loidorima Beta Code: loido/rhma

English (LSJ)

-ατος, τό, railing, abuse, Arist.EN1128a30; τὸν πτωχὸν λ. ποιεῖσθαι Plu.2.607a.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
reproche blessant, injure : λοιδόρημα ποιεῖσθαί τινα PLUT outrager qqn.
Étymologie: λοιδορέω.

German (Pape)

τό, Scheltwort, Schmähung, Schimpf, Arist. eth. 4.8; λοιδόρημα ποιεῖσθαί τινα, Jem. schmähen, Plut. exil. 17.

Russian (Dvoretsky)

λοιδόρημα: ατος τό брань, попрек, порицание Arst., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

λοιδόρημα: τό, ὕβρις, κακολογία, σκῶμμα, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 8, 9· τὸν πτωχὸν λοιδόρημα ποιοῦντας, καὶ τὸν φαλακρόν, καὶ τὸν μικρὸν Πλούτ. 2. 607Α.

Greek Monolingual

λοιδόρημα, τὸ (Α) λοιδορώ
1. ύβρη, κακολογία, χλευασμός («τὸ γὰρ σκῶμμα, λοιδόρημά τί ἐστι», Αριστοτ.)
2. το αντικείμενο λοιδορίας («τὸν πτωχὸν λοιδόρημα ποιοῦνται», Πλούτ.).

Greek Monotonic

λοιδόρημα: -ατος, τό, ύβρη, κακολογία, προσβολή, σε Αριστ.

Middle Liddell

λοιδόρημα, ατος, εος,
railing, abuse, an affront, Arist.