μαγδωλοφύλαξ
From LSJ
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
English (LSJ)
[ῠ], ᾰκος, ὁ, guard of the watch-tower, PFay.108.13 (ii A. D.), PTeb.353.9 (ii A. D.), PLond.3.844.5 (ii A. D.).
Greek Monolingual
μαγδωλοφύλαξ, -ακος, ὁ (Α)
πάπ. σκοπός, φρουρός σε στρατιωτικό φυλάκιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάγδωλος «φυλάκιο» + φύλαξ (πρβλ. δασοφύλαξ, λιμενοφύλαξ)].