ἀνομοθέτητος

From LSJ
Revision as of 11:15, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνομοθέτητος Medium diacritics: ἀνομοθέτητος Low diacritics: ανομοθέτητος Capitals: ΑΝΟΜΟΘΕΤΗΤΟΣ
Transliteration A: anomothétētos Transliteration B: anomothetētos Transliteration C: anomothetitos Beta Code: a)nomoqe/thtos

English (LSJ)

ἀνομοθέτητον, unregulated by law, Pl.Lg.781a, 785a, Arist. Pol.1269b19; ἄγραφον καὶ ἀ. φύσεως δίκαιον D.H.7.41.

Spanish (DGE)

-ον
que no está regulado por ley τὸ δὲ περὶ τὰς γυναῖκας οὐδαμῶς ὀρθῶς ἀνομοθέτητον μεθεῖται Pl.Lg.781a, (τοιαῦτα) ἀνομοθέτητα σιγῇ κείσθω Pl.Lg.785a, τὸ ἥμισυ τῆς πόλεως εἶναι δεῖ νομίζειν ἀνομοθέτητον Arist.Pol.1269b19, ἀνομοθετήτῳ φύσεως δικαίῳ justicia natural no regulada por ley D.H.7.41.

German (Pape)

[Seite 240] nicht gesetzlich geordnet, Plat. Legg. VI, 780 a ff; D. Hal. 7, 41.

Russian (Dvoretsky)

ἀνομοθέτητος:
1 не предусмотренный законом (ἀνομοθέτη κεῖσθαι Plat.);
2 не упорядоченный законами, живущий без законов (τὸ ἥμισυ τῆς πόλεως Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνομοθέτητος: -ον, ὁ ἄνευ νομοθετήσεως, ἄνευ νόμου, ἄτακτος, Πλάτ. Νόμ. 785Α, 781Α, Ἀριστ. Πολ. 2. 9, 5. 2) ὁ μὴ κανονιζόμενος ὑπὸ νόμου, Διονυσ. Ἁλ. 7. 41.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνομοθέτητος, -ον)
1. αυτός που δεν ορίστηκε, δεν διευθετήθηκε με νόμο
2. αυτός που δεν προσαρμόζεται στα νομοθετημένα, αρρύθμιστος.