ταυρόκολλα
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
ἡ, glue made from bulls' hides, Plb.6.23.3, Dsc.3.87, Antyll. ap. Orib. 10.23.6, Gal.12.832, Paul.Aeg.7.3.
German (Pape)
[Seite 1073] ἡ, Stierleim, Pol. 6, 23, 3.
Russian (Dvoretsky)
ταυρόκολλα: ἡ бычачий клей Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
ταυρόκολλα: ἡ, κόλλα κατεσκευασμένη ἐκ δερμάτων ταύρων, Πολύβ. 6. 23, 3, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 11, 2.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ
κόλλα που παρασκευαζόταν από βοδινά δέρματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + κόλλα.