ἀντιμέτειμι
ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat
English (LSJ)
(εἶμι ibo) compete with others: οἱἀντιμετιόντες rival competitors, Plu.Comp.Arist.Cat.2.
Spanish (DGE)
competir, rivalizar Plu.Comp.Arist.Cat.2.
German (Pape)
[Seite 255] (s. εἶμι), sich gegenseitig wetteifernd um etwas bewerben, Plut. Arist. et Cat. 2.
French (Bailly abrégé)
part. prés. ἀντιμετίων;
briguer contre, être compétiteur.
Étymologie: ἀντί, μέτειμι.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιμέτειμι: соревноваться, конкурировать: πολλῶν ἀντιμετιόντων Plut. при наличии множества соискателей.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιμέτειμι: ἀνθαμιλλῶμαι, ἀνταγωνίζομαι: Κάτων δὲ δεύτερος μὲν ὕπατος ᾑρέθη πολλῶν ἀντιμετιόντων Πλουτ. Σύγκρ. Ἀριστείδ. καὶ Κάτωνος 2.
Greek Monolingual
ἀντιμέτειμι (Α)
επιδιώκω κι εγώ το ίδιο πράγμα, ανταγωνίζομαι.
Greek Monotonic
ἀντιμέτειμι: ανταγωνίζομαι, οἱ ἀντιμετιόντες, ανταγωνιστές, σε Πλούτ.