ξυρίας

From LSJ
Revision as of 11:25, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀδύνατον καὶ οὐκ ἀνθρώπειον → not for man to attempt

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠρίας Medium diacritics: ξυρίας Low diacritics: ξυρίας Capitals: ΞΥΡΙΑΣ
Transliteration A: xyrías Transliteration B: xyrias Transliteration C: ksyrias Beta Code: curi/as

English (LSJ)

-ου, ὁ, shaveling, Poll.4.133, Hsch. s.v. πριαμωθήσομαι.

German (Pape)

[Seite 282] ὁ, der Geschorene, Poll. 4, 133.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠρίας: -ου, ὁ, Τραγικὸν πρόσωπον τοῦ θεάτρου, «ὁ μὲν ξυρίας πρεσβύτατος τῶν γερόντων, λευκὸς τὴν κόμην· προσκείμεναι τῷ ὄγκῳ αἱ τρίχες. ὄγκος δέ ἐστι τὸ ὑπὲρ τὸ πρόσωπον ἀνέχον εἰς ὕψος λαβδοειδὲς τῷ σχήματι. τὸ δὲ γένειον ἐν χρῷ κουρίας ἐστὶν ὁ ξυρίας, ἐπιμήκης ὢν τὰς παρειὰς» Πολυδ. Δ΄, 133, Ἡσύχ. ἐν λέξ. πριαμωθήσομαι.

Greek Monolingual

ξυρίας, ὁ (Α)
(για ηθοποιό της τραγωδίας) ξυρισμένος («ὁ μὲν ξυρίας πρεσβύτατος τῶν γερόντων λευκὸς τὴν κόμηνπροσκείμενοι τῷ ὄγκῳ αἱ τρίχες, ὄγκος δὲ ἐστι τὸ ὑπέρ τὸ πρόσωπον ἀνέχον εἰς ὕψος λαβδοειδὲς τῷ σχήματι. τὸ δὲ γένειον ἐν χρῷ κουρίας ἐστὶν ὁ ξυρίας, ἐπιμήκης ὤν τὰς παρειάς», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυρόν «ξυράφι» + κατάλ. -ίας (πρβλ. πωγωνίας)].