ἐναποτίνω

From LSJ
Revision as of 11:32, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐναποτίνω Medium diacritics: ἐναποτίνω Low diacritics: εναποτίνω Capitals: ΕΝΑΠΟΤΙΝΩ
Transliteration A: enapotínō Transliteration B: enapotinō Transliteration C: enapotino Beta Code: e)napoti/nw

English (LSJ)

pay or spend in litigation in a place, πόλις κοινὴ ἐναποτεῖσαι Χρήματα Ar.Av.38.

Spanish (DGE)

pagar ἐναποτεῖσαι χρήματα pagar multas Ar.Au.38.

German (Pape)

[Seite 828] (s. τίνω), darin als Buße (Proceßkosten) abzahlen, ἐναποτῖσαι χρήματα Ar. Av. 38.

French (Bailly abrégé)

payer en échange.
Étymologie: ἐν, ἀποτίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐναποτίνω: (ῑ) (в качестве судебных издержек) уплачивать, растрачивать (χρήματα Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐναποτίνω: δαπανῶ εἰς δίκας ἔν τινι τόπῳ, πόλιν … πᾶσι κοινὴν ἐναποτῖσαι χρήματα, «παρ’ ὑπόνοιαν ἀντὶ τοῦ ἐμβιῶναι καὶ ἐνοικεῖν εἶπεν ἐναποτῖσαι χρήματα, εἰς τὸ φιλόδικον τῶν Ἀθηναίων, ὅτι συκοφαντούμενοι οἱ πολλοὶ ἀπέτινον χρήματα» (Σχολ.), Ἀριστοφ. Ὄρν. 38.

Greek Monolingual

ἐναποτίνω (Α)
καταβάλλω, πληρώνω για δαπάνες δίκης.

Greek Monotonic

ἐναποτίνω: μέλ. -τίσω [ῑ], πληρώνω έξοδα δίκης, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

fut. -τίσω
to spend on law in a place, Ar.