προϋπεργάζομαι
From LSJ
ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit
English (LSJ)
prepare beforehand, D.S.3.16:—Pass., προϋπείργαστο ἡ ψυχὴ πρὸς πειθαρχίαν Ph.2.94.
German (Pape)
[Seite 794] dep. med., vorher heimlich vollenden, Philo.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-ϋπεργάζομαι voorbewerken.
Russian (Dvoretsky)
προϋπεργάζομαι: заранее подготовлять (τι Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
προϋπεργάζομαι: ἀποθ., ἑτοιμάζω προηγουμένως, Διόδ. 3. 16.
Greek Monolingual
Α
κάνω κρυφά προηγουμένως κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ὑπεργάζομαι «ενεργώ, κάνω κάτι κρυφά»].