Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
Full diacritics: προφέριστος | Medium diacritics: προφέριστος | Low diacritics: προφέριστος | Capitals: ΠΡΟΦΕΡΙΣΤΟΣ |
Transliteration A: prophéristos | Transliteration B: propheristos | Transliteration C: proferistos | Beta Code: profe/ristos |
προφέριστον, surpassing, excellent, Dioscorus in PLit.Lond. 100 C1.
-ίστη, -ον, Α
αυτός που τοποθετείται πάνω απ' όλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προφερής «έξοχος» + κατάλ. τών ανώμαλων υπερθ. -ιστός (πρβλ. μέγιστος)].
unregelm. superl. zu προφερής.