διοριστέον
From LSJ
ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)
English (LSJ)
one must distinguish, Pl.Lg.874d, Arist.Ph.204a2, Longin.11.3, etc.
Spanish (DGE)
hay que distinguir δ. ποσαχῶς λέγεται τὸ ἄπειρον Arist.Ph.204a2
•c. prep. περί τε εἰκόνος καὶ περὶ τοῦ παραδείγματος αὐτῆς δ. Pl.Ti.29b
•abs. hay que establecer distinciones δ. εἰς δύναμιν Pl.Lg.874d, cf. D.S.3.11.
French (Bailly abrégé)
adj. verb. de διορίζω.
Greek (Liddell-Scott)
διοριστέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ διακρίνῃ, Πλάτ. Νόμ. 874D, Ἀριστ., κτλ.